περιπλανιέμαι

περιπλανιέμαι
περιπλανιέμαιώμαι
1) блуждать, скитаться; 2) заблудиться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "περιπλανιέμαι" в других словарях:

  • περιπλανιέμαι — περιπλανιέμαι, περιπλανήθηκα, περιπλανημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. περιπλανώμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιπλανιέμαι — περιπλανήθηκα, περιπλανημένος 1. γυρνώ εδώ κι εκεί αναζητώντας κάτι: Περιπλανηθήκαμε αρκετές ώρες στην πόλη. 2. χάνω το δρόμο, τον προσανατολισμό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαγυρνώ — περιπλανιέμαι …   Dictionary of Greek

  • ερμοπλανιέμαι — περιπλανιέμαι έρημος, μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρμος (< έρημος) + πλανιέμαι] …   Dictionary of Greek

  • αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι …   Dictionary of Greek

  • αλητεύω — (Α ἀλητεύω) (με μειωτική σημασία) περιπλανιέμαι συνεχώς και άσκοπα στους δρόμους, ζω και συμπεριφέρομαι σαν αλήτης αρχ. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλήτης. ΠΑΡ. αλητεία] …   Dictionary of Greek

  • αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… …   Dictionary of Greek

  • περιρ(ρ)έμβομαι — Α (αποθ.) περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («μὴ περιρέμβου ζητοῡσα θεόν»,Ζώσ.).· [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥέμβομαι «περιφέρομαι, περιπλανιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …   Dictionary of Greek

  • αλάλημαι — ἀλάλημαι (Α) περιπλανιέμαι περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρκμ. τού ρ. ἀλῶμαι* με σημασία ενεστώτα η μτχ. ἀλαλήμενος διατηρεί τον τονισμό τού ενεστ., πιθ. λόγω τής ενεστωτικής σημασίας της] …   Dictionary of Greek

  • αλαίνω — ἀλαίνω (Α) περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. ἀλῶμαι*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»